Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατίναξη η [anatínaksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανατινάζω: H ~ της γέφυρας του Γοργοποτάμου από τις αντιστασιακές οργανώσεις.
[λόγ. ανατινακ- (ανατινάζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατίναξη [anatínaksi] η,
- blowing up, blasting, explosion:
- η ~ της πυριτιδαποθήκης, του φράγματος, των φρουρίων, του αεροδρομίου |
- η ~ ακούστηκε στις τέσσερεις τ' απόγεμα |
- αντηχούσαν οι ανατινάξεις γεφυριών απ' το μηχανικό μας (TAthanasiadis) |
- καίγεται ο τόπος, τραντάζεται συθέμελα από όλα μαζί τα πυροβολικά, τις βόμβες, τις ανατινάξεις (Terzakis)
[fr kath (Koumanoudis) ανατίναξις, der of ανατινάσσω; cf εκτίναξις (4th c. AD)]
- blowing up, blasting, explosion:



