Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασχετικά [anasCetiká] adv (L)
- in such a way as to check or stop:
- παράγοντας που ενεργεί ~ στην πρόοδο |
- ανωμαλίες επηρεάζουν ~ την επιχειρηματική δράση |
- οι πλειοψηφίες των ανωτάτων σχολών ενεργούν ~, εμποδίζουν την ανανέωση (Papanoutsos) |
- (η συγκίνηση) ενεργεί ~ |
- θολώνει την εντύπωση, δεσμεύει τη φαντασία, κάνει την κρίση ανάπηρη (id.) |
- επιδρούσε πάντοτε ~ η διαίρεση των ανθρώπων του πνεύματος και της επιστήμης σε οπαδούς της δημοτικής και της καθαρεύουσας (Floros)
[der of ανασχετικός]
- in such a way as to check or stop:



