Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασφάλιστος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασφάλιστος -η -ο [anasfálistos] Ε5 : που δεν είναι ασφαλισμένος. α. που δεν έχει ασφάλιση σε ασφαλιστικό οργανισμό: Ένας ~ εργάτης / υπάλληλος / επαγγελματίας. Aνασφάλιστο σπίτι / μαγαζί / εργοστάσιο / αυτοκίνητο / πλοίο. Πληρώνει στο νοσοκομείο, γιατί είναι ~. β. (σπάν.) που δεν προστατεύεται από τους κινδύνους: Άφησε το σπίτι του ανασφάλιστο και μπήκαν κλέφτες.

[λόγ. < ελνστ. ἀνασφάλιστος `ανοχύρωτος΄ σημδ. αγγλ. not insured & γαλλ. non assuré]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασφάλιστος1, -η, -ο [anasfálistos] (L)
  • ① insecure:
    • λαχταρώ μια γη για να με συγκρατεί· είμαι ξεριζωμένος και ~(TAthanasiadis, adapted)
  • ② not having obtained insurance or social security, uninsured (of persons):
    • λαμβάνονται μέτρα για την ανασφάλιστη γυναίκα |
    • πρόσωπα άνω των 65 ετών ανασφάλιστα θα συνταξιοδοτηθούν |
    • το προσωπικό είναι ακατοχύρωτο εντελώς και ανασφάλιστο |
    • δεν έχω περίθαλψη, είμαι ~
  • ⓐ uninsured:
    • ανασφάλιστο όχημα |
    • τα κοσμηματοπωλεία είναι ανασφάλιστα |
    • σπίτια, μαγαζιά, αποθήκες, ανασφάλιστα όλα |
    • τα δυο βαπόρια μας ταξιδεύουν ανασφάλιστα

[fr kath (Koumanoudis), neol, ανασφάλιστος ← PatrG (5th c. AD), cpd ἀν- & K ἀσφαλιστός, der of ἀσφαλίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασφάλιστος2, -η, -ο [anasfálistos]
  • unlocked, unfastened (syn ασφάλιστος, ant κλειδωμένος, κλειστός, σφαλιστός, σφαλιχτός):
    • παράθυρο ανασφάλιστο |
    • ανασφάλιστη εξώπορτα |
    • άγνωστος μπήκε από ανασφάλιστη πόρτα στο ισόγειο διαμέρισμα

[cpd of privat. αν- & MG ασφαλιστός beside its 2nd form σφαλιστός ← K ἀσφαλιστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες