Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασυστήνω [anasistíno] -ομαι Ρ (βλ. συστήνω 2) : ιδρύω κτ. εκ νέου· ανασυνιστώ: ~ ένα σχολείο / ένα ίδρυμα.
[λόγ. ανασυνιστώ μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το συνιστώ > συστήνω]



