Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασυνοικισμός ο [anasinikizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασυνοικίζω: ~ των ορεινών χωριών μετά τη λήξη του εμφύλιου πολέμου.
[λόγ. ανασυνοικισ- (ανασυνοικίζω) -μός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασυνοικισμός [anasinicizmós] ο, (L)
- re-settling, re-settlement:
- ο ~ του νησιού, της πόλης |
- (ο σουλτάνος) φροντίζοντας για τον ανασυνοικισμό της Πάτρας καλεί με ντελάληδες πίσω εκείνους, που θα ήθελαν να ξανακατοικήσουν ελεύθερα (Vacalop)
[fr kath (Koumanoudis) ανασυνοικισμός, cpd of ανα- & συνοικισμός, or der of ανασυνοικίζω]
- re-settling, re-settlement:



