Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστολέας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναστολέας ο [anastoléas] Ο21 : ό,τι αναστέλλει μία ενέργεια, λειτουργία κτλ. || (τεχνολ.): ~ της κίνησης. Ο ~ του διαφορικού. || (χημ.): ~ της αντίδρασης. || (βιοχημ.): ~ ενζύμων.

[λόγ. αναστολ(ή) -εύς > -έας μτφρδ. γαλλ. arrêt & αγγλ. stopper]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστολέας [anastoléas] ο, (& kath αναστολεύς) (L)
  • a short piece of rope used to secure sth, stopper, stop, catch:
    • ~ ανυψώσεως elevating stop |
    • ~ του επιταχυντήρα accelerator stop
  • ⓐ naut stopper, gripe (syn μπότσος):
    • ~ άγκυρας anchor stopper

[der of αναστολ- (of αναστέλλω) w. suff -εύς; cf διαστολεύς, επιστολεύς etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες