Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασταλτικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανασταλτικά [anastaltiká] adv (L)
  • in such a way as to stop, inhibit or check, preventively (syn ανασχετικά):
    • ενεργώ ~ |
    • το δέος .. (στον Aριστοτέλη) φαίνεται πως ενεργούσε ~σχετικά με την προχώρηση του πειραματισμού (Georgoulis) |
    • η γεροντοκρατία .. ενεργεί ~ και πάντοτε επιβραδύνει το ρυθμό της εξέλιξης (Papanoutsos) |
    • τα αυταρχικά ελεγχόμενα μαζικά μέσα επιδρούν ~· δυσχεραίνουν την επιθυμητή μεταβολή (Peponis)

[der of ανασταλτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες