Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναστάτωμα το [anastátoma] Ο49 : (προφ.) αναστάτωση.
[αναστατώ(νω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναστάτωμα [anastátoma] το,
- disorder, confusion, agitation, turmoil (syn ανακάτωμα 4):
- κόσμος βιαστικός, αυτοκίνητα, αμάξια δημιουργούν το ευχάριστο ~ του ερχομού (Athanasiadis-N) |
- μόλις έπεσαν να ησυχάσουν νέο ~· ο βασιλεύς είναι άρρωστος (Papantoniou) |
- poem .. ήρθε για ξεφαντωτής | κι έφερε όλες τις μαυρίλες, γενικό ~| και σκορπίσματα κι αμάχες .. (Stavrou Ar)
[fr kath (Koumanoudis) αναστάτωμα, der of αναστατώ (-όω)]
- disorder, confusion, agitation, turmoil (syn ανακάτωμα 4):



