Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστάσιμος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναστάσιμος -η -ο [anastásimos] Ε5 : 1.που έχει σχέση με την ανάσταση του Xριστού και τη σχετική γιορτή: Οι Mυροφόρες πρώτες πήραν το αναστάσιμο μήνυμα. H αναστάσιμη λειτουργία / ακολουθία. Tο Xριστός ανέστη είναι ~ χαιρετισμός. Οι αναστάσιμες καμπάνες / λαμπάδες. || (ως ουσ.) τα αναστάσιμα, τροπάρια που ψάλλονται κατά την αναστάσιμη ακολουθία. 2. (μτφ.) που έχει σχέση με την αναζωογόνηση ή την αναγέννηση κάποιου: H αναστάσιμη μέρα της εθνικής μας απελευθέρωσης. αναστάσιμα ΕΠIΡΡ: Οι καμπάνες χτυπούν ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀναστάσιμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστάσιμος, -η, -ο [anastásimos]
  • ① belonging to or referring to the Resurrection of Christ, resurrectional, (of) Easter:
    • αναστάσιμο φως, κερί, τραγούδι, φιλί, κήρυγμα, μήνυμα |
    • αναστάσιμη λειτουργία, χαρά, συγκέντρωση, γιορτή |
    • ~ κανών, αναστάσιμοι ύμνοι, αναστάσιμα τροπάρια, αναστάσιμες καμπάνες |
    • τα αναστάσιμα σήμαντρα της χαράς |
    • νοιώθουμε την ανάσα της θάλασσας μ' ένα αναστάσιμο λίγωμα μέσα μας (Karantonis, adapted) |
    • poem ψυχοσάββατου σήμαντρα χτυπούν τις οδύνες σου | κι αναστάσιμες τις χαρές σου σημαίνουν οι καμπάνες (Toutountzakis)
  • ② liberating:
    • αναστάσιμα ρίγη ανάδευαν τις καρδιές των ραγιάδων (Sardelis) |
    • οι Kρητικοί σύρανε την αναστάσιμη κραξιά και πήρανε του κυνήγου τους Aγαρηνούς (Prevelakis) |
    • οι φρόνιμοι, οι χορτάτοι δεν μπορούν να καταλάβουν τις αόρατες αναστάσιμες δυνάμεις του Σταυρωμού (Kazantz)

[fr MG αναστάσιμος (Du Cange) ← PatrG ἀναστάσιμος, der of AG ἀνίσταμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες