Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστάσιμα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αναστάσιμα1 [anastásima] adv
  • joyfully (as if in the Resurrection ceremony) (near-syn χαρμόσυνα):
    • poem ύστερ' από τον όλεθρο του πολέμου χτυπούν | καμπάνες ~, σημαίνουνε τη σύναξη λεβέντες (Kamperos)

[der of αναστάσιμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστάσιμα2 [anastásima] τα, eccl mus
  • hymns of the Resurrection of the Gr Orthodox Church:
    • ψάλλουν τ' ~

[substantiv. n pl of αναστάσιμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναστασιματάριο το [anastasimatário] Ο40 : εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει την αναστάσιμη ακολουθία των Kυριακών.

[λόγ. αναστάσιμ(ος) -άριον κατά τα ουδ. σε -ατ-, π.χ. αναγνωσματάριον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστασιματάριο [anastasimatário] το, eccl
  • hymnal (book)

[fr MG αναστασιματάριον, der of αναστάσιμα (αναστάσιμος ακολουθία) w. termination -ατάριον as in αγιασματάριον, der of αγιασματ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες