Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασκελάς ο [anaskelás] Ο1 : (λαογρ.) φανταστικό βλαπτικό ον που συνήθ. έχει μορφή γαϊδάρου.
[αρχ. ὀνοσκελ(ής) `με γαϊδουρινά πόδια΄ παρετυμ. ανα- και μεταπλ. -άς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασκελάς [anascelás] ο, pl ανασκελάδες, folkl,
- demon usually appearing at night in the shape of a donkey (syn ατζουμπάς):
- poem οι παρωρίτες κ' οι πλανήταροι κ' οι μαύροι ανασκελάδες. | Xίλια καλώς μας ήρθεν ο καιρός να ξαναπερπατήσουν | σαν άντρες, σα γυναίκες, σα θεριά στη γης τα παραμύθια! (Kazantz Od 16.1030)
[fr MG ονοσκελίς by folket w. pref ανα-; cf ανανίδα fr ανωνίδα ← AG ὄνωνις, ἀνεφέλη fr νεφέλη etc]
- demon usually appearing at night in the shape of a donkey (syn ατζουμπάς):



