Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασκαφικά [anaskafiká] adv
- by excavation:
- η θέση της ιερής δρυός βεβαιώθηκε ~(Dakaris) |
- δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε ~την κάτοψη του οικοδομήματος (Bakalakis)
[der of ανασκαφικός]
- by excavation:



