Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασκαφικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανασκαφικά [anaskafiká] adv
  • by excavation:
    • η θέση της ιερής δρυός βεβαιώθηκε ~(Dakaris) |
    • δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε ~την κάτοψη του οικοδομήματος (Bakalakis)

[der of ανασκαφικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες