Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασκαφέας
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανασκαφέας [anaskaféas] ο, (& L ανασκαφεύς) pl ανασκαφείς, (L) arche.
  • excavator, digger:
    • οι ανασκαφές ξανάρχισαν από τον ίδιο ανασκαφέα |
    • μια άσπρη πέτρα σαν κιονίσκος .. που οι ανασκαφείς τον χαρακτήρισαν σαν βαίτυλο (NPlaton) |
    • τα ευρήματα .. οδήγησαν τον ανασκαφέα στο συμπέρασμα ότι εδώ βρισκόταν ο ναός-μαντείο της Δωδώνης (Dakaris)

[fr kath (Koumanoudis) ανασκαφεύς, der of ανασκάπτω; cf σκαφεύς (ModG σκαφτιάς) (: σκάπτω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες