Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασκαφέας [anaskaféas] ο, (& L ανασκαφεύς) pl ανασκαφείς, (L) arche.
- excavator, digger:
- οι ανασκαφές ξανάρχισαν από τον ίδιο ανασκαφέα |
- μια άσπρη πέτρα σαν κιονίσκος .. που οι ανασκαφείς τον χαρακτήρισαν σαν βαίτυλο (NPlaton) |
- τα ευρήματα .. οδήγησαν τον ανασκαφέα στο συμπέρασμα ότι εδώ βρισκόταν ο ναός-μαντείο της Δωδώνης (Dakaris)
[fr kath (Koumanoudis) ανασκαφεύς, der of ανασκάπτω; cf σκαφεύς (ModG σκαφτιάς) (: σκάπτω)]
- excavator, digger:



