Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασκίρτηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανασκίρτηση [anascírtisi] η,
  • start, thrill (syn in ανασκίρτημα)

[fr kath neol (Koumanoudis) ανασκίρτησις, der of ανασκιρτώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες