Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανασκάπτω
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασκάπτω [anaskápto] -ομαι Ρ αόρ. ανέσκαψα, απαρέμφ. ανασκάψει, παθ. αόρ. ανασκάφηκα, απαρέμφ. ανασκαφεί : (λόγ.) 1. καταστρέφω ως τα θεμέλια: Kυρίεψε την πόλη και την ανέσκαψε. 2. (σπάν.) κάνω αρχαιολογικές ανασκαφές: Έχει ανασκαφεί ολόκληρος ο χώρος γύρω από την Aκρόπολη.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀνασκάπτω· 2: κατά τη σημ. της λ. ανασκαφή]

[Λεξικό Κριαρά]
ανασκάπτω.
  • 1) Σκάβω (τη γη) βαθιά:
    • (Θησ. (Foll.) I 107).
  • 2) Ξεθάβω (νεκρό):
    • (Aσσίζ. 2243).

[αρχ. ανασκάπτω. H λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασκάπτω s. ανασκάφτω.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go