Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασήκωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασήκωμα το [anasíkoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασηκώνω.

[ανασηκώ(νω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασήκωμα [anasíkoma] το,
  • ① raising, lifting:
    • ~ του χεριού, του ποδιού, του κεφαλιού |
    • ~ των ώμων shrug (of the shoulders) |
    • κάθε παλαιστής επιδίωκε να ρίξει τον άλλον στο έδαφος, με ~ του αντιπάλου και απότομη περιστροφή (Chatzinikou) |
    • μια διακοσμητική ασπιδίσκη απ' όπου κρεμόταν ο ιμάντας για το ~ της βαλάνου (Dakaris) |
    • το ~ της φτέρνας .. δείχνει .. έναν έμπειρο χορευτή (Bakalakis)
  • ② getting up, rising:
    • βαθιές λιποθυμίες ακολουθούσαν τ' ανασήκωμά της από το πάτωμα (Ouranis)
  • ⓐ fig exaltation:
    • τα μάτια μου θολώσαν από συγκίνηση· .. ο θάνατος δεν μπορεί να 'ναι πιο γλυκός απ' αυτό τ' ~ της ψυχής (Kovatzis)
  • ③ rise, elevation:
    • ~ του εδάφους |
    • κάθονται οι δυο άντρες στο σοφά, στο ~του εξώστη (Petsalis)

[fr LMG (Geras. Vlachos, Somavera) ανασήκωμα, der of MG ανασηκώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες