Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρχούμενο [anarxúmeno] το, (L)
- state of being disorganized, disorganization, chaos:
- η χώρα διακρίνεται για το ~ της οικονομίας και την έλλειψη καλώς οργανωμένων υπηρεσιών (Angelop)
[fr kath το αναρχούμενον, substantiv. n of prp αναρχούμενος]
- state of being disorganized, disorganization, chaos:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρχούμενος, -η (& L -ένη), -ο [anarxúmenos] (L)
- ① being governed by anarchy, anarchic:
- παρουσιάζουν τη χώρα αναρχούμενη |
- η αναρχούμενη πατρίδα |
- ένα δοκουμέντο της αναρχούμενης οθωμανικής εποχής |
- οι περισσότερες χώρες είναι αναρχούμενες χωρίς εθνικά ιδανικά, αξιοπρεπή αστυνομία και στιβαρή κυβέρνηση |
- κάθε προσπάθεια να μεταλλάξει το αναρχούμενο φεοδαλικό σύνολο της αυτοκρατορίας σε κράτος συγχρονισμένο σκόνταφτε στην αντίδραση του κλήρου (Karagatsis, adapted)
- ⓐ not stabilized, unsettled, chaotic:
- η αναρχούμενη και ακαταστάλακτη ελληνική κοινωνία (Sachinis) |
- η πνευματικά αναρχούμενη Eλλάδα (Athanasiadis-N) |
- το ασύνταχτο και αναρχούμενο πλήθος των ανεύθυνων προϊόντων της φαντασίας (Papanoutsos) |
- η παιδεία γίνεται αναρχούμενη |
- χωρίς την έννοια της αιτιότητας το πνεύμα θα έμενε διαρκώς εμβρόντητο μπροστά σε έναν αναρχούμενο κόσμο φαινομένων, ανόητο και αλλόκοτο (id.)
- ② being in disorder, disorganized:
- το αναρχούμενο υποσυνείδητο |
- η βούληση είναι κάτι αναρχούμενο |
- ο ανοργάνωτος, ο ~ στοχασμός μεταπηδάει από τον ένα τύπο στον άλλο αυθαίρετα (Papanoutsos) |
- το αναρχούμενο φορολογικό σύστημα |
- η αναρχούμενη πολεοδομική και οικιστική κατάσταση |
- οι περιορισμένες επενδύσεις είναι αναρχούμενες και αντιπαραγωγικές κατά το μεγαλύτερο μέρος (Angelop, adapted) |
- το αναρχούμενο Eθνικό Θέατρο
- ③ being plagued, troubled, disturbed or upset:
- οι άνδρες, αναρχούμενοι από πάθη, ευέξαπτοι, αντιφατικοί (Chatzinis) |
- η ζωή των ανθρώπων γίνεται αναρχούμενη |
- αναρχούμενο αδιέξοδο |
- ένας στενά υποκειμενικός ψυχισμός ~ (Papanoutsos) |
- το αναρχούμενο ένστικτο
[fr kath αναρχούμενος (Koumanoudis), prp of αναρχούμαι]
- ① being governed by anarchy, anarchic:



