Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρχούμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναρχούμαι [anarxúme] Ρ10.9β : βρίσκομαι σε κατάσταση αναρχίας από έλλειψη ή κακή λειτουργία: α. του κράτους και των οργάνων του: Aναρχείται μία χώρα. β. συγκεκριμένων κανόνων: Tο σύμπαν δεν αναρχείται, αλλά υπόκειται σε αιτιοκρατική τάξη. Aναρχούμενο κράτος.

[λόγ. άναρ χ(ος)2 -ούμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρχούμαι [anarxúme] αναρχείται, L)
  • ① be swept by anarchy, be governed by anarchy (syn phr κυβερνώμαι αναρχικά):
    • αναρχείται η χώρα, ο λαός |
    • η Πόλη αναρχείται απ' άκρη σ' άκρη· όλοι θεωρούν τον αυτοκράτορα υπεύθυνο της επερχομένης καταστροφής (EIR Taxidia)
  • ⓐ be governed counter to existing rules:
    • ο οικονομικός οργανισμός μιας κοινωνίας (κλειστής ή ανοιχτής) δεν αναρχείται, αλλά υπακούει σε κανόνες και ρυθμούς που η Oικονομική μπορεί να τους ανιχνεύσει και να τους αποκαλύψει (Papanoutsos)
  • ⓑ fig be in anarchy, be utterly disorganized:
    • το σύμπαν του στοχασμού δεν αναρχείται, αλλά απεναντίας παρουσιάζει μιαν αυστηρή εσωτερική τάξη και αλληλουχία των στοιχείων του (id.)
  • ② fig be kept captive of, be ruled by:
    • αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο· γύρω τείχη στενεύουν διαρκώς περσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα· ~ από τις αισθήσεις μου (Karyotakis)

[fr kath, neol (Koumanoudis), αναρχούμαι, der of άναρχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες