Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρχοσυνδικαλισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναρχοσυνδικαλισμός ο [anarxosinδikalizmós] Ο17 : συνδικαλισμός με έντονη επιρροή της αναρχικής ιδεολογίας τόσο στους στόχους όσο και στα μέσα που χρησιμοποιεί.

[λόγ. < γαλλ. anarcho-syndicalisme (anarcho- < anarchi sme = αναρχισμός, -isme = -ισμός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρχοσυνδικαλισμός [anarxosin∂ikalizmós] ο,
  • revolutionary syndicalist movement:
    • κατά τον αναρχοσυνδικαλισμό τα συνδικάτα πρέπει να οργανωθούν επαναστατικώς, για να καταλύσουν το καπιταλιστικό κράτος, και πολιτικώς, ώστε να πάρουν όλες τις εξουσίες στα χέρια τους (LSakellariou, adapted)

[cpd of άναρχος & συνδικαλισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες