Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναρχισμός ο [anarxizmós] Ο17 : πολιτικοκοινωνική ιδεολογία που αρνείται κάθε καταναγκασμό του ατόμου από οποιαδήποτε εξουσία: Ο ~ του Προυντόν / του Mπακούνιν. Xριστιανικός / ατομικιστικός / κομμουνιστικός ~. Ο ~ επιδιώκει την κατάργηση του κράτους και κάθε άλλης εξουσίας.
[λόγ. < γαλλ. anarchisme < anarch(ie) < αρχ. ἀναρχ(ία) -isme = -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρχισμός [anarçizmós] ο, (L)
- anarchism:
- ατομικός, διεθνής, συγχρονισμένος ~ |
- ~ είναι ελευθερία του ατόμου |
- του καταλογίζουν αναρχισμό |
- θεωρητικός του αναρχισμού |
- ο ~ δεν έχει απήχηση στη συντριπτική πλειοψηφία του λαού |
- η φιλοσοφία του μέτρου αντιμάχεται κάθε αναρχισμό, κάθε βιαιότητα, κάθε επιπέδωση, κάθε εξίσωση των ανίσων (Tsatsos) |
- ο ~ προϋποθέτει τέλειους όλους τους ανθρώπους, χωρίς καμιάν απολύτως εξαίρεση (Evelpidis) |
- ~ είναι επιτέλους ένα επιστημονικό σύστημα, ενώ αναρχία δεν είναι τίποτε, είναι χάος (Athanasiadis-N) |
- υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δυό άκρα κοινωνικά συστήματα |
- του κομμουνισμού και του αναρχισμού· .. ελευθερία αναρχιστική είναι η ελευθερία του ανθρώπου (id.)
[fr kath, neol (Koumanoudis) αναρχισμός]
- anarchism: