Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναρτήρας
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναρτήρας ο [anartíras] Ο2 : (λόγ.) αντικείμενο ή εξάρτημα από το οποίο μπορούμε να κρεμάσουμε κτ. || (βοτ.): Ο ~ του σπέρματος. || (ανατ.): Ο ~ του οσχέου.

[λόγ. αναρ(τώ) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. suspenseur]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρτήρας [anartíras] ο, (L)
  • ① hanger (syn κρεμάστρα, κρεμαστάρι):
    • poem παίζω | προσπαθώντας να βρω |..|..| σε ποιον αναρτήρα | θα κρεμασθεί | το δίχως συνέχεια πορτραίτο (GVafop)
  • ② pl αναρτήρες οι, milit spring shackles (syn σκουλαρίκια)
  • ③ ~, leaf spring (syn σούστα)

[fr kath αναρτήρ, neol (Kounanoudis) bes αναρτώ, by anal. of αρτήρ (: αίρω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go