Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναρρύθμιση
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναρρύθμιση [anaríθmisi] η,
  • rearranging, reordering (syn νέα διευθέτηση):
    • ~ του συστήματος των εισαγωγικών εξετάσεων στις ανώτατες σχολές |
    • ορισμένα πρόσωπα ή όμιλοι .. μπορεί να γίνουν εχτροί του λαού, αν .. αντιστέκουνται στη σοσιαλιστική ~ και θελήσουν ν' ανατινάξουν το σοσιαλιστικό οικοδόμημα (EKazantz transl of Chou-en-Lai)

[fr kath, neol (Koumanoudis), αναρρύθμισις, der of K ἀναρρυθμίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go