Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρρόφηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναρρόφηση η [anarófisi] Ο33 : αντίστροφη κίνηση υγρού ή αερίου ιδίως μέσα σε σωλήνα, η οποία γίνεται με αφαίρεση του αέρα και δημιουργία κενού: α. (ιατρ.) κατά την αναπνοή: Πνιγμονή από ~ αίματος. β. (τεχνολ.) με ειδική συσκευή: ~ καυσίμου από τον κινητήρα.

[λόγ.: α: ελνστ. ἀναρρόφη(σις) -ση· β: κατά τη σημ. του αναρροφώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρρόφηση [anarófisi] η, gen αναρρόφησης & αναρροφήσεως (L)
  • ① soaking up, absorbing
  • ② siphoning, siphonage (syn σιφωνισμός)
  • ⓐ suction (of fluids, food, air) (near-syn απορρόφηση):
    • ~ υγρού |
    • ~ του αέρα (αέρος) air suction |
    • naut ~ σεντίνας bilge suction |
    • μετασχηματιστής αναρροφήσεως suction transformer
  • ⓑ med inhalation of foreign matter, e.g. ο θάνατος του βρέφους οφείλεται σε πνιγμονή από ~:
    • απεβίωσε από ~τροφών

[fr MG αναρρόφησις, der of αναρροφώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες