Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναρρωτήριο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναρρωτήριο το [anarotírio] Ο40 : 1.ίδρυμα κατάλληλο για διαμονή και παρακολούθηση ανθρώπων που βρίσκονται σε ανάρρωση: Bγαίνοντας από το νοσοκομείο μπήκε για κάποιο διάστημα σε ~. 2. αίθουσα με ένα ή περισσότερα κρεβά τια και πρόχειρο φαρμακείο, όπου παρέχουν τις πρώτες βοήθειες σε αρρώστους: Tο ~ του σχολείου / του εργοστασίου / της στρατιωτικής μονάδας.

[λόγ. ανάρρω(σις) -τήριον μτφρδ. γαλλ. salle / maison de convales cence]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρρωτήριο [anarotírio] το, (L)
  • convalescent hospital or convalescent home, recovery base; milit convalescent camp:
    • τους πολύ λαφριούς (sc τραυματίες) τους δένανε το τραύμα και τους στέλνανε στο ~ του τάγματος
  • ⓐ ~ πλοίου sick bay

[fr kath, neol (Koumanoudis), αναρρωτήριον, der οf αναρρω- (of αναρρωννύω) w. suff -τήριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go