Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρριχώμενος, -η (& L -ένη), -ο [anarixómenos] (L)
- climbing, creeping up:
- ~ βλαστός climbing shoot |
- αναρριχώμενο φυτό climbing plant, climber (syn αναρριχητικό) |
- αναρριχώμενα φυτά σκέπαζαν τα πανύψηλα κορμιά των δέντρων (Ouranis) |
- κορμός δένδρου με αναρριχώμενο φίδι (sculpture; Brouskari) |
- τα τραγιά τ' αναρριχώμενα στα μυτερά τα ράχια (Papatsonis) |
- η περίφημη μαντάμ μαιγιάν (ποικιλία τριαντάφυλλου) έχει εκλαϊκευθεί και υπό τις τρεις μορφές της, τη θαμνοειδή, τη δενδροειδή και την αναρριχωμένη |
- ο τιμάριθμος ζιζάνιο αναρριχώμενο (Palaiologos) |
- poem η αναρριχώμενη τριανταφυλλιά | άσπρα φορεί, άσπρα κρατεί, άσπρη είναι η φορεσιά της (Karelli) |
- τ' όνομά σου |
- αγιόκλημα αναρριχώμενων άστρων (Vrettakos)
[prp of αναρριχώμαι]
- climbing, creeping up:



