Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρριχώμενο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αναρριχώμενο [anarixómeno] το, (L) bot
  • climber, creeper (syn αναρριχητικό):
    • σκιερές πέργκολες με αναρριχώμενα |
    • οι σκαρφαλωμένες τριανταφυλλιές, η δόξα των αναρριχωμένων (Melas, adapted)

[substantiv. n of αναρριχώμενος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρριχώμενος, -η (& L -ένη), -ο [anarixómenos] (L)
  • climbing, creeping up:
    • ~ βλαστός climbing shoot |
    • αναρριχώμενο φυτό climbing plant, climber (syn αναρριχητικό) |
    • αναρριχώμενα φυτά σκέπαζαν τα πανύψηλα κορμιά των δέντρων (Ouranis) |
    • κορμός δένδρου με αναρριχώμενο φίδι (sculpture; Brouskari) |
    • τα τραγιά τ' αναρριχώμενα στα μυτερά τα ράχια (Papatsonis) |
    • η περίφημη μαντάμ μαιγιάν (ποικιλία τριαντάφυλλου) έχει εκλαϊκευθεί και υπό τις τρεις μορφές της, τη θαμνοειδή, τη δενδροειδή και την αναρριχωμένη |
    • ο τιμάριθμος ζιζάνιο αναρριχώμενο (Palaiologos) |
    • poem η αναρριχώμενη τριανταφυλλιά | άσπρα φορεί, άσπρα κρατεί, άσπρη είναι η φορεσιά της (Karelli) |
    • τ' όνομά σου |
    • αγιόκλημα αναρριχώμενων άστρων (Vrettakos)

[prp of αναρριχώμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες