Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρριχητής [anari itís] ο,
- climber, scaler (L):
- ~ βουνών (syn ορειβάτης) |
- καλός ~ και κολυμβητής |
- έμπειρος ορειβάτης και ~ |
- poem κι ας έρθει ο ερημίτης, | με το σακκούλι επ' ώμου, με το ραβδί ανά χείρας, | ο ~, να βρει τα μονοπάτια (Papatsonis)
[fr kath, neol, αναρριχητής, der of αναρριχώμαι]
- climber, scaler (L):



