Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρριχητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναρριχητής [anari itís] ο,
  • climber, scaler (L):
    • ~ βουνών (syn ορειβάτης) |
    • καλός ~ και κολυμβητής |
    • έμπειρος ορειβάτης και ~ |
    • poem κι ας έρθει ο ερημίτης, | με το σακκούλι επ' ώμου, με το ραβδί ανά χείρας, | ο ~, να βρει τα μονοπάτια (Papatsonis)

[fr kath, neol, αναρριχητής, der of αναρριχώμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες