Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναρρίπιση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναρρίπιση η [anarípisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναρριπίζω.

[λόγ. αναρριπι- (αναρριπίζω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρρίπιση [anarípisi] η, gen αναρρίπισης & αναρριπίσεως (L)
  • rekindling, fanning, exciting (syn αναζωπύρωση, υποδαυλισμός, αναρρίπισμα):
    • όταν οι φορείς μιας νέας αλήθειας επιδιώκουν να την επιβάλουν, κατακτώντας τις ανώριμες μάζες .. με την ~ παθών και απωθημένων πικριών, καμιά ελευθερία δεν πρέπει να παρέχεται (Tsatsos)

[fr kath αναρρίπισις, der of αναρριπίζω; cf simplex K (r)ίπισις (ριπίζω).]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go