Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρούσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναρούσα [anarúsa] η, (& region. ανερούσα & dial αναρέσα) lit
  • ① flowing of the sea water, flowing back of a wave, reflux (syn αναρούφα, ρουφήχτρα, το ρέμα της φυρονεριάς, αντίρεμα):
    • ~ του κύματος (or κυμάτου) |
    • η θάλασσα έχει αναρούσες |
    • τον πήρε η ανερούσα |
    • τι ~που 'ναι! |
    • poem και σέρνει, σέρνει το σκοινί τη νύχτα αποσταμένος | και καρφωμένος (sc ο ψαράς) ξαγρυπνά στην έρημη αμμουδιά, | ως να του γίνει ο αφροσυρμός της αναρέσας μνήμα! (Mammelis) |
    • τρίσβαθ' αυγή απόκρυφη στην άβυσσό της λάμπει, | όταν τα κύματα στρωθούν και πέσει η ~ (Gryparis) |
    • και τώρα πώς σαν αποσκύβαλο το πέταξε στον άμμο | της γαύρας ανερούσας η βαθιά πνοή κλ (Kazantz Od 21.1009)
  • ② sea-nymph, Nereid (syn γοργόνα, νεράιδα του γιαλού):
    • στηθάτες αναρούσες |
    • poem καλώς ήρθες, ανάερη ανερούσα! (Palam)

[fr MG αναρούσα (ανερούσα in Somavera) ← substantiv. f *αναρροούσα (sc δίνη?) of verb αναρροώ (-είς), which has survived in ModG; form αναρέσα fr αναρρέουσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες