Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναρμοδιότητα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναρμοδιότητα η [anarmoδiótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : έλλειψη αρμοδιότητας. || (νομ.): ~ ενός δικαστηρίου / μιας δημόσιας υπηρεσίας.

[λόγ. αναρμόδι(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. incompétence]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρμοδιότητα [anarmo∂iótita] η, (& L αναρμοδιότης) gen αναρμοδιότητας (L αναρμοδιότητος) (L)
  • ① unfitness, incompetence, ineptitude, inefficiency (syn ακαταλληλότητα, ανικανότητα, D ατζαμοσύνη, ant αρμοδιότητα):
    • τόσο ζωηρότερος ο ζήλος μας, όσο βαθύτερη είναι η αναρμοδιότητά μας (Palaiologos) |
    • σε καθεστώτα όπου επικρατεί η διαφθορά κ' η ~ (Evelpidis) |
    • η κατάφωρη ~ εκείνου που το είχε μεταφράσει (Terzakis) |
    • η ~ των βουλών και των συνταγματικών επιτροπών είναι αναμφισβήτητη (Christidis)
  • ② disqualification, lack of jurisdiction:
    • αναρμοδιότης του δικαστηρίου inability of the court to hear a case |
    • ένσταση αναρμοδιότητος plea against jurisdiction

[fr kath (neol) αναρμοδιότης (Koumanoudis), der of αναρμόδιος or cpd of ἀν- and PatrG ἁρμοδιότης 'fittingness' (7th c.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go