Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναρμάτωτος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αναρμάτωτος, επίθ.· ανερμάτωτος· αρμάτωτος.
  • Άοπλος:
    • (Φλώρ. 1389).

[<στερ. αν‑ + αρματώνω. H λ. και ο τ. αρμ‑ και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρμάτωτος, -η, -ο [anarmátotos]
  • ① unarmed (syn άοπλος, ant οπλισμένος, εξοπλισμένος, αρματωμένος):
    • τον βρήκαν αναρμάτωτον και τον χτύπησαν (Dimitrakos)
  • ② naut unequipped (syn παροπλισμένος, ant αρματωμένος, εξοπλισμένος):
    • αναρμάτωτο καράβι (πλοίο)

[fr MG αναρμάτωτος, cpd of αν- & *αρματωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go