Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναπόφευκτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναπόφευκτα [anapófefkta] adv (& αναπόφευχτα)
  • inevitably, ineluctably, of necessity (syn αναπόφευγα):
    • κάτι συμβαίνει ~ |
    • ~ προβάλλει το ερώτημα |
    • ο κάματος ~ διαρκεί όσο και η περίοδος της διεγέρσεως |
    • έξαφνα και ~όλα όσα λέγαμε μένουν στο πλάι |
    • το φως του φάρου ανάβει, σβήνει στο ίδιο διάστημα, αυστηρά και ~ |
    • μη νομίσεις πως περιμένω αναπόφευχτα γράμμα σου (Palam) |
    • ~ το πνεύμα θα ζητήσει κάποτε και ασφαλώς θα βρει το στήριγμα μιας σταθερής πίστης (Theotokas) |
    • πιστεύει ότι ένας πραγματικός αρχηγός δεν μπορεί παρά να τα βάλει ~με τις λαϊκές ελευθερίες (Melas) |
    • ~ o ανθολόγος .. κρίνει (MApostolatos) |
    • οι παραλληλισμοί .. είναι επικίνδυνοι και ~ παρεξηγήσιμοι από τους απαιτητικούς αναγνώστες (Tsatsos) |
    • κάθε γενίκευση επιφέρει ~ διεύρυνση της σημασίας (Stathis)

[der of kath αναπόφευκτος; cf kath αναποφεύκτως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go