Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπόφευγα [anapófevγa] adv
- unavoidably, inevitably (syn αναπόφευκτα):
- μας κατακτούσε προκαταβολικά το επικείμενο γεγονός, μας έπαιρνε κιόλας μαζί του αργά κι ~ (Theotokas) |
- τόσο ανώμαλος .. όλο κινδύνους ο δρόμος που οδηγούσε ~ σε κάποια έκρηξη, κάποια εκτόνωση, κάποιο ξέσπασμα γενικευμένο (Petsalis)
[der of αναπόφευγος]
- unavoidably, inevitably (syn αναπόφευκτα):



