Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναπότρεπτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναπότρεπτα [anapótrepta] adv (L)
  • undeterredly, inevitably, unavoidably:
    • κάτι πρόκειται ~ να συμβεί |
    • το συμπέρασμα προβάλλει ~ |
    • η κρίση προσέγγιζε ~ |
    • ήρθε ~, ανεπανόρθωτα, η παρακμή |
    • ~ η εκβιομηχανοποίηση θα επιβάλλει να μην διαπλάθεται στο μέλλον παρά ένας τύπος τραπεζιού, καρέκλας κλ (Thrylos) |
    • αργά αλλά ~ (και κάποτε απότομα) το Δίκαιο μεταμορφώνεται κάτω από την πίεση των νέων απαιτήσεων (Papanoutsos) |
    • όποιες παραβιάσεις ή και υπονομεύσεις του πολιτεύματος .. ~καταλήγουν στην κατάλυσή του (Peponis) |
    • ο αστυνομικός έλεγχος της διοίκησης ~ συνεπάγεται την αυθαιρεσία (IPesmazoglou) |
    • και η πιο αριστοτεχνική μετάφραση ποιήματος μοιραία, ~ υπολείπεται από το πρωτότυπο (Papanoutsos) |
    • όλα συμβαίνουν κατ' αναγκαίους νόμους ~ και όχι σκόπιμα (Lambridi) |
    • η πείρα ~ συμβαδίζει με την ηλικία και αποτελεί την ρυθμιστική περιουσία της κοινωνίας (Louros) |
    • poem έρχεται λοιπόν μια μέρα που όλα γυρίζουν ~στη θέση τους (Afentop)

[der of αναπότρεπτος; cf kath αναποτρέπτως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go