Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπόσπαστα [anapóspasta] adv (L)
- inseparably (syn αχώριστα):
- θετικά ή αντιθετικά ο πνευματικός άνθρωπος είναι ~ δεμένος με την εποχή του (Dimaras) |
- μορφή και περιεχόμενο ~ενωμένα, αξεδιάλυτη σύνθεση (Papanoutsos) |
- ο χορός ήταν ~δεμένος με το τραγούδι και οι δύο τέχνες βοηθούσαν θαυμάσια η μία την άλλη (Melas) |
- η ανασύσταση των Oλυμπιακών αγώνων συνδέεται οργανικά και ~ με τη σύσταση και λειτουργία ενός διεθνούς οργανισμού (Chatzinikou)
[fr MG (12th c.) αναπόσπαστα; cf LK ἀναποσπάστως (Simplicius, 6th c. AD)]
- inseparably (syn αχώριστα):



