Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπόδραστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπόδραστος -η -ο [anapóδrastos] Ε5 : αναπότρεπτος, αναπόφευκτος: Aναπόδραστη ανάγκη / μοίρα. Ο θάνατος είναι φυσική και αναπόδραστη συνέπεια της ζωής. αναπόδραστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀναπόδραστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπόδραστος, -η, -ο [anapó∂rastos] (L)
  • unavoidable, inevitable, inescapable, ineluctable (syn αναπόφευκτος):
    • υπάρχει κάτι το φυσικό, το αναπόδραστο |
    • αναπόδραστες εκδηλώσεις |
    • η ελευθερία του ανθρώπου είναι κάτι αναπόδραστο |
    • το αναπόδραστο μελλούμενο |
    • το αναπόδραστο γεγονός του θανάτου |
    • λογικό και αναπόδραστο αποτέλεσμα |
    • λογική και αναπόδραστη ανάγκη |
    • phr κατ' αναπόδραστη(ν) ανάγκη, κατ' αναπόδραστην αναγκαιότητα, κατ' αναπόδραστη νομοτέλεια, κατ' αναπόδραστη συνέπεια |
    • αναπόδραστοι δεσμοί του τεχνίτη με την περιοχή του |
    • η μοναξιά είναι αναπόδραστη |
    • αναπόδραστες τύψεις |
    • αναπόδραστες ψυχολογικές συνδέσεις ονομάτων και πραγμάτων |
    • το αναπόδραστο πάθος της κριτικής πάφλαζε βαθιά μέσα του (ODiomatari) |
    • ο εμπλουτισμός της γλώσσας με ξένα στοιχεία είναι ~ |
    • η παρακμή δεν είναι νόμος ~ (Terzakis) |
    • υπάρχουν στη γλώσσα μας λέξεις αγαπημένες και συχνά αναπόδραστες στην ποίηση (Panagiotop) |
    • λίγοι γιατροί, όταν βλέπουν αναπόδραστο το μοιραίο, χαλαρώνουν την άμυνα (Palaiologos) |
    • poem τέλεια, πυκνή, αναπόδραστη μοίρα του έρωτα | και του θανάτου (Themelis)

[fr kath αναπόδραστος ← K, PatrG, AG (Aristotle+), cpd of ἀν- & ἀπόδραστος (: αποδιδράσκω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες