Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπόδεικτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναπόδεικτα [anapó∂ikta] adv (L)
  • without proof, undemonstrably:
    • μερικοί ~ τοποθετούν εκεί την αρχαία Oιχαλία (PVasileiou) |
    • δεν παραδεχόμαστε τίποτα το ~ δοσμένο (Tsatsos)

[der of αναπόδεικτος; cf K ἀναποδείκτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες