Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπόδεικτα [anapó∂ikta] adv (L)
- without proof, undemonstrably:
- μερικοί ~ τοποθετούν εκεί την αρχαία Oιχαλία (PVasileiou) |
- δεν παραδεχόμαστε τίποτα το ~ δοσμένο (Tsatsos)
[der of αναπόδεικτος; cf K ἀναποδείκτως]
- without proof, undemonstrably:



