Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπτυγμένος1 [anaptiγménos] ο, (& ανεπτυγμένος) usu pl αναπτυγμένοι οι, (L)
- the developed one industrially, culturally etc, cultivated person, one of advanced education and culture:
- παρηγοριά των ανεπτυγμένων δεν μπορεί να είναι μονάχη της η σημερινή εκκλησία (Zalokostas)
- ⓐ οι ανεπτυγμένοι the advanced and prosperous nations:
- παίρνουμε το παράδειγμα των οικονομικά αναπτυγμένων |
- διαφορετικά συμμετέχουν στον παγκόσμιο εορτασμό του έτους του παιδιού οι αναπτυγμένοι και διαφορετικά όσοι διανύουν στάδιο αναπτύξεως
[substantiv. m of ανεπτυγμένος / αναπτυγμένος]
- the developed one industrially, culturally etc, cultivated person, one of advanced education and culture:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπτυγμένος2, -η, -ο [anaptiγménos] (& ανεπτυγμένος) (L)
- ① unfolded, deployed, extended (ant συμπτυγμένος, συνεπτυγμένος):
- ανεπτυγμένος σχηματισμός extended formation |
- αναπτυγμένη φάλαγγα column folded back
- ⓐ wrought:
- το περιδέραιο είναι αναπτυγμένο μόνο στην εμπροστινή όψη, η πίσω επίπεδη, αδρά εργασμένη (Karouzou)
- ② physically grown, developed:
- αναπτυγμένο παιδί |
- αναπτυγμένη γενειάδα |
- στον Kαύκασο και τη γύρω περιοχή το τρίχωμα είναι περισσότερο αναπτυγμένο από κάθε άλλο σημείο της οικουμένης (Poulianos, adapted)
- ③ unrolled:
- eccl ανεπτυγμένο ειλητάριο
- ④ developed, progressed, advanced (syn εξελιγμένος, προηγμένος, προχωρημένος):
- αναπτυγμένη δραστηριότητα |
- αναπτυγμένη βιοτεχνία |
- αναπτυγμένη τεχνική και οικονομία |
- αναπτυγμένη κτηνοτροφία, αναπτυγμένη γεωργική παραγωγή |
- ο τουρισμός είναι αρκετά ~ |
- η πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση ήταν πάντα ανεπτυγμένη |
- ζωγραφική αναπτυγμένη |
- αναπτυγμένες γλώσσες (syn καλλιεργημένες γλώσσες) ~ γραπτός λόγος |
- αναπτυγμένοι άνθρωποι, αναπτυγμένο κοινό, αναπτυγμένη κοινωνία, αναπτυγμένη αριστοκρατία |
- ~ κόσμος, ~ λαός |
- αναπτυγμένο κράτος |
- αναπτυγμένη (βιομηχανική) χώρα, |
- αναπτυγμένες εμποριοβιομηχανικές περιοχές |
- η αναπτυγμένη Eυρώπη |
- λαός πνευματικά ~ |
- τα πιο αναπτυγμένα χωριά |
- αναπτυγμένο αίσθημα γεύσεως keen sense of taste |
- αναπτυγμένο αισθητικό (καλλιτεχνικό) γούστο |
- αναπτυγμένη οπτική φαντασία |
- δικαιοσύνη σε αναπτυγμένο βαθμό |
- αναπτυγμένο ένστικτο της διαιωνίσεως |
- αναπτυγμένη επικοινωνία με τον ξένο κόσμο |
- αναπτυγμένες σωματικές ικανότητες |
- ~ νους, λογικό αναπτυγμένο, άνθρωποι με αναπτυγμένη διάνοια |
- πολύ αναπτυγμένη συνείδηση, αναπτυγμένη ευσυνειδησία |
- αναπτυγμένη κρίση, αναπτυγμένες διαισθήσεις |
- αναπτυγμένη προσωπικότητα |
- αναπτυγμένη κοινωνικότητα |
- αναπτυγμένη αγωγή του ανθρώπου και του πολίτη |
- αναπτυγμένη ευαισθησία |
- αναπτυγμένο αίσθημα της πειθαρχίας |
- αναπτυγμένο αθλητικό πνεύμα |
- θεωρία συστηματικά αναπτυγμένη |
- η μουσική είναι αναπτυγμένη |
- την ποιητική δύναμη στο ουσιαστικό της γνώρισμα δεν την απήντησα σε κανένα έτσι αναπτυγμένη καθώς σ' εκείνον (Palam)
- ⓑ mus αναπτυγμένη θέση (αρμονίας) open harmony
[fr kath ανεπτυγμένος, ppp of AG, K, MG ἀναπτύσσω; the form αναπτ- is new]
- ① unfolded, deployed, extended (ant συμπτυγμένος, συνεπτυγμένος):



