Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπρόσληψη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναπρόσληψη [anaprózlipsi] η, gen αναπροσλήψεως,
  • reemployment, reengagement:
    • μέσα σε λίγες μέρες έγινε απόλυση και ~ του τραγουδιστή

[fr kath, neol, αναπρόσληψις, cpd w. kath πρόσληψις ← AG, K, PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες