Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναποδογύρισμα το [anapoδojírizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναποδογυρίζω.
[αναποδογυρισ- (αναποδογυρίζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναποδογύρισμα [anapo∂oyírizma] το,
- ① overturning, upsetting, capsizing (syn ανατροπή, αναστροφή, τουμπάρισμα):
- ~ του τραπεζιού, της βάρκας
- ⓐ overturning, eradication:
- ~ των τάφων των Aλκμεωνιδών στα 508 π.X. (Karouzos) |
- καθάρισε το έδαφος με το ~ των πάντων (Melas)
- ② fig radical change, reversal:
- ~ έπαθαν οι ιδέες του |
- ~ των ιστορικά παραδεδεγμένων γεγονότων |
- ~ στη γνώση της φύσης |
- ο Bergson δείχνει τι ~ οι τεχνικές εφευρέσεις φέρνουν στην ηθική και πνευματική υπόσταση της ανθρωπότητας (Evelpidis) |
- κοινό και κριτική είχαν ερεθιστεί απ' τις παραδοξολογίες και τ' αναποδογυρίσματα, αυθαίρετα και εγκεφαλικά (Athanasiadis-N) |
- αντέταξε την ανάγκη του τέλειου ορισμού .. και δεν επιτρέπει αναποδογυρίσματα και ταχυδακτυλουργίες (Papanoutsos) |
- μην κάμετε το λάθος να κλείσετε την κοινή λογική σε σκληρά ορθολογιστικά σχήματα, που η ζωή αύριο θ' αξιώσει το αναποδογύρισμά τους (Theotokas)
[der of αναποδογυρίζω]
- ① overturning, upsetting, capsizing (syn ανατροπή, αναστροφή, τουμπάρισμα):