Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναποδιασμένος, μτχ. επίθ.
-
- (Προκ. για το πρόσωπο) που παρουσιάζεται με ιδιότροπη εμφάνιση:
- (Mπερτόλδος 29).
[μτχ. παρκ. του αναποδιάζω (Somav., ΙΛ). H λ. στο Somav. και σήμ.]
- (Προκ. για το πρόσωπο) που παρουσιάζεται με ιδιότροπη εμφάνιση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναποδιασμένος, -η, -ο [anapo∂jazménos]
- ① causing mishaps, unfavorable (syn L αντίξοος):
- ~ μήνας, χρόνος (Dimitrakos) |
- η κατσικούλα της η κόρμπα ήξερε όλα τα μυστικά της, αυτή έζησε κοντά της πιο πολύ απ' τον καθέναν εκείνες τις αναποδιασμένες μέρες (PSamaras)
- ⓐ emaciated, cachectic:
- ~ από την κακοπέραση, αναποδιασμένα ζωντανά, αναποδιασμένα σπαρτά
- ② ill-mannered, ill-tempered (syn in ανάποδος):
- ~ άνθρωπος |
- τι αναποδιασμένο πλάσμα που 'ναι! |
- αναποδιασμένη εσηκώθης πάλι |
- πολύ ~ είσαι σήμερα |
- τι ειρήνη ήταν αυτή; απρόθυμη, κακόγνωμη, αναποδιασμένη, στραβοδίβουλη (Theotokas)
[ppp of αναποδιάζω]
- ① causing mishaps, unfavorable (syn L αντίξοος):



