Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπληρωματικός -ή -ό [anapliromatikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αναπλήρωση. α. που αντικαθιστά κπ. άλλο: ~ παίχτης / ένορκος. Tα αναπληρωματικά μέλη ενός συμβουλίου / μιας επιτροπής. || (ως ουσ.) ο αναπληρωματικός. β. που συμπληρώνει μία έλλειψη, που καλύπτει ένα κενό: Aναπληρωματική εκλογή. || (νομ.): ~ όρκος. || (γραμμ.): Aναπληρωματική έκταση, η μεταβολή βραχύχρονου φωνήεντος σε μακρόχρονο, επειδή αποβάλλεται ένα επόμενο ημίφωνο· αντέκταση. Aναπληρωματικά μόρια, λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που συμπληρώνουν το βασικό νόημα της φράσης.
[λόγ. < ελνστ. ἀναπληρωματικός `κατάλληλος για γέμισμα΄ σημδ. γαλλ. suppléant, supplémentaire]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπληρωματικός, -ή, -ό [anapliromatikós]
- ① supplemental, supplementary, complementary (near-syn συμπληρωματικός):
- αναπληρωματικά μέσα |
- αναπληρωματική εκλογή by-election, special election |
- αναπληρωματικές δαπάνες additional expenditures |
- ζητώ αναπληρωματικές πιστώσεις apply for an extension of credit
- ② substitute (syn αναπληρωματικός, υποκατάστατος):
- αναπληρωματικό μέλος |
- ~ σύμβουλος, ένορκος, αντιπρόσωπος, παίκτης |
- αναπληρωματική ομάδα substitute team |
- χημικό αναπληρωματικό αλάτι salt substitute
- ⓐ physiol, med vicarious
- ⓑ gramm αναπληρωματική έκταση compensatory lengthening (syn αντέκταση)
[fr LK ἀναπληρωματικός 'expletive']
- ① supplemental, supplementary, complementary (near-syn συμπληρωματικός):



