Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπλήρωσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αναπλήρωσις η.
  • (Προκ. για καταβολή χρημάτων) συμπληρωματική πληρωμή, εξόφληση:
    • Έδωκέ μοι προς αναπλήρωσιν των εννέα νομισμάτων … σταυράτα ιζ´ (Notizb. 14615).

[αρχ. ουσ. αναπλήρωσις. H λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες