Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναπλήρωμα
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αναπλήρωμα [anaplíroma] το, (L)
  • ① supplement, complement:
    • σου λείπει η πείρα .. H δική μου πείρα .. εγώ είμαι το αναπλήρωμά σου (TAthanasiadis)
  • ② substitute (syn υποκάστατο):
    • ο λιγνίτης χρησιμεύει ως ~ του γαιάνθρακα |
    • ο ξενιτεμένος Έλλην .. δεν βρήκε .. ~ πατρίδος (Kanellop)

[fr kath ← LMG (Somavera) αναπλήρωμα ← AG ἀναπλήρωμα (Aristot+), der of ἀναπληρῶ (-όω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπληρωματικός -ή -ό [anapliromatikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αναπλήρωση. α. που αντικαθιστά κπ. άλλο: ~ παίχτης / ένορκος. Tα αναπληρωματικά μέλη ενός συμβουλίου / μιας επιτροπής. || (ως ουσ.) ο αναπληρωματικός. β. που συμπληρώνει μία έλλειψη, που καλύπτει ένα κενό: Aναπληρωματική εκλογή. || (νομ.): ~ όρκος. || (γραμμ.): Aναπληρωματική έκταση, η μεταβολή βραχύχρονου φωνήεντος σε μακρόχρονο, επειδή αποβάλλεται ένα επόμενο ημίφωνο· αντέκταση. Aναπληρωματικά μόρια, λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που συμπληρώνουν το βασικό νόημα της φράσης.

[λόγ. < ελνστ. ἀναπληρωματικός `κατάλληλος για γέμισμα΄ σημδ. γαλλ. suppléant, supplémentaire]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπληρωματικός, -ή, -ό [anapliromatikós]
  • ① supplemental, supplementary, complementary (near-syn συμπληρωματικός):
    • αναπληρωματικά μέσα |
    • αναπληρωματική εκλογή by-election, special election |
    • αναπληρωματικές δαπάνες additional expenditures |
    • ζητώ αναπληρωματικές πιστώσεις apply for an extension of credit
  • ② substitute (syn αναπληρωματικός, υποκατάστατος):
    • αναπληρωματικό μέλος |
    • ~ σύμβουλος, ένορκος, αντιπρόσωπος, παίκτης |
    • αναπληρωματική ομάδα substitute team |
    • χημικό αναπληρωματικό αλάτι salt substitute
  • ⓐ physiol, med vicarious
  • ⓑ gramm αναπληρωματική έκταση compensatory lengthening (syn αντέκταση)

[fr LK ἀναπληρωματικός 'expletive']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go