Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναπλέω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπλέω [anapléo] Ρ αόρ. ανέπλευσα, απαρέμφ. αναπλεύσει : πλέω με κατεύθυνση αντίθετη προς το ρεύμα κυρίως ενός πλωτού ποταμού. ANT καταπλέω: Tα πλοία ανέπλευσαν το Nείλο από τις εκβολές ως τους καταρράκτες.

[λόγ. < αρχ. ἀναπλέω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπλέω [anapléo] aor ανάπλευσα, subj αναπλεύσω, (L)
  • ① sail or swim up (ant καταπλέω):
    • ~ έναν ποταμό sail up a river |
    • η πέστροφα αναπλέει τα ποτάμια με άλματα εις ύψος (Potamianos) |
    • poem ξαναβουτά και σε λίγο αναπλέει | μ' ένα σπαρί στο στόμα (Mammelis) |
    • χάραμα, γύρω απ' τα νησιά | αναπλέαν τα πούπουλα των αγριοπεριστεριών (Sikel)
  • ② fig approach, reach (syn πλησιάζω, εγγίζω):
    • θα προσπαθήσω ν' αναπλεύσω ίσαμε τις προθέσεις του συγγραφέα (Prevelakis)

[fr kath αναπλέω ← MG (5th, 8th c.) ← K, AG ἀναπλέω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go