Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπαυτικά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αναπαυτικά, επίρρ.
  • Σε ησυχία, σε άνεση:
    • έτσι αναπαυτικά μας άφηνεν η τύχη (Θησ. E´ [562]).

[<επίθ. αναπαυτικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπαυτικά [anapaftiká] adv
  • at ease, easily, snugly, comfortably (syn άνετα, ξεκούραστα):
    • κοιμάται ~ |
    • ξαπλώθηκε ~ στην πολυθρόνα |
    • κάθισε ~ στην πεζούλα |
    • κάθισε όσο μπορούσε αναπαυτικότερα απέναντί του |
    • κάθεται ~ στην έδρα του |
    • το δεξιό μέρος γέρνει λίγο προς τα κάτω και στηρίζεται πιο ~ στο λυγισμένο δεξί πόδι (Karouzos) |
    • η πολιτεία μοιάζει σαν παλιά αρχόντισσα καθισμένη ~ στο ευρύχωρο θρονί της (Varelas) |
    • οι δυό νέοι με τα γερά τους μπράτσα σηκώνανε στερεά και ~ το παραλυμένο κορμί (Nirvanas) |
    • η ιδέα του ωραίου, σύμμετρο κάτι και αρμονισμένο γαλήνια και ~ (Palam)

[fr MG αναπαυτικά, der of MG αναπαυτικός; cf kath αναπαυτικώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες