Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπαραστατικός -ή -ό [anaparastatikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αναπαράσταση, που αναφέρεται σε αυτή: Aναπαραστατική ικανότητα.
αναπαραστατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αναπαράστα(σις) -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπαραστατικός1 [anaparastatikós] ο,
- of authors, descriptivist, representationalist:
- να ρίξεις τη ματιά σου στα έργα των μεγάλων μη αναπαραστατικών, όχι των μιμητών
[substantiv. m of αναπαραστατικός2]
- of authors, descriptivist, representationalist:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπαραστατικός2, -ή, -ό [anaparastatikós] (L)
- representational, objective, realistic:
- αναπαραστατική τέχνη (ζωγραφική ή γλυπτική) |
- μη αναπαραστατική τέχνη (syn αφηρημένη τέχνη) |
- ~ κινηματογράφος |
- ο ~ τρόπος του κινηματογράφου ήταν η κινούμενη φωτογραφία (Panagiotop) |
- αναπαραστατικό έργο |
- αναπαραστατικό σύστημα, e.g. στα κλασικά έργα επικρατεί το αριστοτελικό αναπαραστατικό σύστημα, που το διέπει η ορθολογιστική διαδικασία |
- αρχή, μέση, τέλος (Dizikirikis) |
- το είδωλο πρέπει να θεωρηθεί όχι ως αναπαραστατικό απείκασμα μιας στατιστικής πραγματικότητας (Georgoulis) |
- αναπαραστατική ζωντάνια |
- ό,τι ξεχωρίζει τον Kαρκαβίτσα οφείλεται στην αναπαραστατική του ικανότητα |
- αναπαραστατική δύναμη του νου (Papanoutsos) |
- η αφηγηματική, η αναπαραστατική και η οραματική δύναμη του έργου (Sachinis) |
- απλό περιγραφικό και το γραφικό αναπαραστατικό στοιχείο (id.) |
- ο κοινός παροιμιακός λόγος χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια παρουσιάζεται μυθογραφικός κι ~ (Loukatos) |
- ένας κόσμος πλημμυρίζει τη μνήμη μας και τη φαντασία μας .. με μια δική του βούληση και αναπαραστατική λογική (Karantonis)
[fr kath αναπαραστατικός, neol (Koumanoudis), der of *αναπαραστατός (cf ἀπαράστατος pap) w. suff -ικός]
- representational, objective, realistic:



