Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπαραγωγικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπαραγωγικός -ή -ό [anaparaγojikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για αναπαραγωγή, που χρησιμεύει στην αναπαραγωγή: Tα αναπαραγωγικά όργανα των φυτών / των ζώων / του ανθρώπου / του αρσενικού / του θηλυκού. Γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία, κατά την οποία μπορεί να συλλάβει και να γεννήσει. || (ψυχ.) αναπαραγωγική κρίση, που δεν είναι πρωτότυπη. αναπαραγωγικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αναπαραγωγ(ή) -ικός μτφρδ. γαλλ. reproductif]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπαραγωγικός, -ή, -ό [anaparaγoyikós] (L)
  • ① reproductive:
    • αναπαραγωγικοί αντιδραστήρες
  • ② biol reproductive (syn γεννητικός):
    • αναπαραγωγικό σύστημα reproductive system (syn γεννητικό σύστημα) |
    • αναπαραγωγικά όργανα, αναπαραγωγική ηλικία |
    • αναπαραγωγικές λειτουργίες, αναπαραγωγική ευφορία, αναπαραγωγική ικανότητα |
    • το αναπαραγωγικό έργο έναν έχει σκοπό, το συμφέρον του κράτους (Evelpidis) |
    • η στιγμή της αναπαραγωγικής συνεργασίας είναι εξαιρετικά σημαντική για τον απόγονο (Louros)

[fr kath αναπαραγωγικός, neol (Koumanoudis), der of αναπαραγωγή w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες