Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπαμός ο [anapamós] Ο17 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ξεκούραση, ανάπαυση ή ψυχική ηρεμία: Δούλεψαν όλη τη μέρα χωρίς αναπαμό. Δε θα βρει αναπαμό η ψυχή του.
[μσν. αναπαμός < αναπαύ(ω) -μός με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπαμός [anapamós] ο, (region. & lit αναπαημός)
- ① resting, rest (syn αναπαή, ανάπαυση, ανάπαψη, ξεκούραση, ξεκούρασμα, ant κόπωση, κούραση):
- δε βρίσκω αναπαμό |
- δεν έχω αναπαμό |
- δουλειά χωρίς αναπαμό |
- τραγουδούν και χορεύουν χωρίς αναπαμό |
- τμήματα του στρατού πολεμούσαν δίχως αναπαμό |
- χαιρόταν τον αναπαμό του κορμιού και της ψυχής |
- ο μόχθος της ημέρας καταστάλαξε σε βαθύν αναπαμό στο κορμί του (Panagiotop) |
- πώς να βρεις αναπαμό στη φλόγα της νύχτας και στη λάβα της ημέρας; (Karagatsis) |
- poem στην κοιμισμένη σου καρδιά, στα μάτια σου τα σφαλιστά, | γιατί τα λούλουδα είναι ~ (Palam) |
- γλυκός, βαθύς και μυστικός τ' αναπαμού μου ο χώρος (Sikel) |
- όψη που φέρνει θείον αναπαμό στα μάτια (Xydis) |
- αλήθεια, γέροντα, είσαι ακούραστος κι αναπαμό δεν ξέρεις (Homer Il 10.164 Kaz-Kakr) |
- θέλω να βρω το λόγο που αναστατώνει και διώχνει τον ύπνο, που σκοτώνει τον ύπνο | και δε δίνει αναπαμό (Avgeris)
- ⓐ stopping (syn σταμάτημα):
- δεν έχουν αναπαημό τα μερόνυχτα (Prevelakis) |
- poem και η φλογέρα του βοσκού π' αναπαμό δεν κάνει (Matsoukas)
- ② quiet (syn ηρεμία, ησυχία):
- τα παιδιά δεν έχουν αναπαημό (Crete) |
- είχε βαθύνει η ώρα, είχε βαθύνει κι ο ~, μονάχα τα σκυλιά γαβγίζανε κάπου κάπου (Panagiotop) |
- poem κ' η δικαιοσύνη πάντα είναι μια δάφνη που φυτρώνει | στων τάφων τους αναπαμούς (Palam)
- ⓑ passing, death (syn πεθαμός, θάνατος, χαμός):
- πάνε τρία χρόνια από τον αναπαμό του πατέρα |
- πέρυσι σα σήμερα ήταν ο ~ του παππού |
- poem μα του καημού του αξέσπαστου του τόσου | πώς τρέμω μη, στο θείον αναπαμό σου, | μη φτάνει ο πόνος μου όλος που δε σβήνει (Malakasis)
[fr MG *αναπαυμός & LMG αναπαημός (Erotokr) under the influence of ανεπάη]
- ① resting, rest (syn αναπαή, ανάπαυση, ανάπαψη, ξεκούραση, ξεκούρασμα, ant κόπωση, κούραση):



