Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναπαλμός
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναπαλμός [anapalmós] ο, (L)
  • ① vibration, swing (near-syn ανάπαλση):
    • άκουσαν να περνούν με ηδονικούς αναπαλμούς τα ελαφρά βήματα των ιερειών της Aφροδίτης (Panagiotop) |
    • poem και τον αναπαλμό μιας υψωμένης θάλασσας, | υπόκωφα κύματα καμπυλωτά | κλ (Themelis) |
    • αν ερμηνέψαμε τους αναπαλμούς | των πιο μακρινών άστρων | το χρωστάμε μονάχα σ' αυτήν (Papatsonis)
  • ② fig vibration:
    • την ίδια κίνηση, τον ίδιο αναπαλμό της ψυχής επιδιώκει ο φιλοσοφικός, πλατωνικός μύθος, να ξαναγεννήσει μέσα στην ψυχή (Theodorakop) |
    • η φωνή του (του Tαγκόρ), προφητική και λυρική, γεμάτη αναπαλμούς και αντίλαλους, ακούστηκε (Panagiotop) |
    • ο αλλεπάλληλος ψυχικός φλοίσβος είναι αναπαλμοί της κρίσιμης ώρας ενός confiteor (Spandonidis)

[fr kath, neol (Koumanoudis), der of αναπάλλω; cf αποπαλμός (: αποπάλλω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go